- αστυνομεύω
- 1. εκτελώ αστυνομικά καθήκοντα2. μτφ. κάνω τον αστυνόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αστυνόμος. Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστυνομεύω — αστυνομεύω, αστυνόμευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής